φικοπήδαλος

φικοπήδαλος
φικοπήδαλος, , dub. sens. in PMon.4.11 (vi A. D.), PLond.5.1714.33 (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φικοπήδαλος — ον, MA πιθ. (για πλοίο) α) αυτός τού οποίου το πηδάλιο είναι βαμμένο κόκκινο β) αυτός που έχει πηδάλιο ειδικής κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *φῖκος, άλλος τ. τού φῦκος (πρβλ. και φικιδίζω) + πήδαλος (< *πήδαλον, πρβλ. πηδάλιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”